ὑγροκέλευθος

ὑγροκέλευθος
ὑγροκέλευθος
having wet paths
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υγροκέλευθος — ον, ΜΑ 1. (για ψάρι) αυτός που έχει υγρές οδούς, που πορεύεται και ζει μέσα στη θάλασσα και, γενικά, στο νερό 2. αυτός που αφήνει πίσω του υγρά ίχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + κέλευθος «δρόμος» (πρβλ. λοξο κέλευθος, χρυσο κέλευθος)] …   Dictionary of Greek

  • ὑγροκέλευθον — ὑγροκέλευθος having wet paths masc/fem acc sg ὑγροκέλευθος having wet paths neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγροκελεύθου — ὑγροκέλευθος having wet paths masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγροκελεύθους — ὑγροκέλευθος having wet paths masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγροκέλευθε — ὑγροκέλευθος having wet paths masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγροκέλευθοι — ὑγροκέλευθος having wet paths masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… …   Dictionary of Greek

  • κέλευθος — κέλευθος, ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός 2. πορεία, οδοιπορία, ταξίδι σε στεριά ή θάλασσα 3. μτφ. ο ανοιχτός δρόμος ενέργειας, ο τρόπος πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», Πίνδ.) 4. μακρινό ταξίδι, μεγάλη απόσταση… …   Dictionary of Greek

  • υδροκέλευθος — ον, Α πιθ. αυτός που αφήνει υγρά ίχνη, ὑγροκέλευθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + κέλευθος «δρόμος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”